- ὑπατήϊος
- ὑπᾰτ-ήϊος, ον,A = ὕπατος, φέγγεα Ῥώμης Nonn.D.41.366.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπατήϊος — ον, θηλ. και ὑπατηΐς, ΐδος, ΜΑ υπατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπατος (Ι) + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ὑπατήια — ὑπατήιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπατηΐς — ΐδος, ἡ, ΜΑ βλ. ὑπατήϊος … Dictionary of Greek